Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απλετος
ἄπλετος
adj.=2 2
; 1) безмерный, огромный
ex. (ὕψος Emped.; δόξα Pind.; ἅλες Her.; μάχη Plut.; βάρος Soph.; ἐτῶν περίοδοι Plut.)
ἄ. τὸ πάχος Arst. — громадной толщины
; 2) бесчисленный, несметный
ex. (πλῆθος Arst.; σκάφη Plut.)
; 3) сильнейший, обильный
ex. (χιών Xen.)