Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανειμι
ἄνειμι
ἄν-ειμι
; 1) всходить, взбираться, подниматься
ex. (ἐς περιωπήν Hom.; ἐκ τῆς γῆς Plat.)
; 2) восходить
ex. ἅμ΄ ἠελίῳ (ἅμα τῷ ἡλίῳ) ἀνιόντι Hom., Her. — с восходом солнца
; 3) отправляться (вглубь страны)
ex. (εἰς ἄστυ Plat.)
; 4) доходить, достигать
ex. (ἀγγελίη ἀνήϊε παρὰ βασιλῆα Her.)
; 5) возвращаться
ex. (ἐκ Τροίης Hom.; ἐπὴ τὸν πρότερον λόγον Her.; εἴς τι Plat.)
; 6) выступать наружу, появляться
ex. (ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί Soph.)
; 7) подходить с просьбой, обращаться
ex. (ἔς τινα Hom.)