Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραμετρεω
παραμετρέω
παρα-μετρέω
; 1) соразмерять, измерять (παραριθμεῖν καὶ π. Plut.; π. τι τῷ οἰκείῳ μέτρῳ Luc.):
οὕτω ἂν τὸ μέγα δειχθείη τὸ μέγα, εἰ τῷ μικρῷ παραμετροῖτο Luc. так большое воспринимается как большое, если оно сопоставляется с (досл. измеряется) малым;
τὸ παραμετρούμενον Plat. измеряемое;
; 2) отмеривать (εἴκοσι μεδίμνους χρυσίου τινί Luc.).