Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσερω
{*}προσέρω
προσ-έρω
(fut. προσερέω - стяж. προσερῶ, pf. προσείρηκα; pass.: fut. προσρηθήσομαι, aor. προσερρήθην, pf. προσείρημαι)
; 1) обращаться с речью, говорить
ex. (τινὰ ὕστατον Plat.)
τοῖαί νιν προσεροῦσι φῆμαι Eur. — таковы будут обращенные к ней речи;
ἐς τὸ ἄδυτον τῆς θεοῦ {. Her. — войти для молитвы в святилище богини
; 2) звать или называть, именовать
ex. (τινά τινα и τί τι Plat.)
τί προσεροῦμεν ὅνομα (τόδε) ; Plat. — каким именем назовем мы это?