Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
στρατιωτικως
στρατιωτικῶς
στρᾰτιωτικῶς
; 1) по-солдатски
ex. (ζῆν Isocr.)
; 2) по-военному
ex. (χρῆσθαι τῇ τύχῃ Polyb.)
; 3) для сухопутного сражения
ex. (οὐχ ὡς ἐπὴ ναυμαχίαν, ἀλλὰ στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι Thuc.)