Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
εγκωμιαστικος
ἐγκωμιαστικός
ἐγ-κωμιαστικός
adj.=3
3
хвалебный, похвальный
ex. (εἶδος τῶν λόγων
Arst.
; ἀποφάσεις
Polyb.
)