Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
φασμα
φάσμα
-ατος τό
; 1) видение, призрак
ex. (τῆς γυναικός Her., Plat.)
ὀνείρων φάσματα Aesch., Eur. — сновидения
; 2) явление
ex. (τὰ φάσματα ἐν ἡμῖν Plat.; φάσματα ἐν τῷ οὐρανῷ Arst.)
; 3) знамение
ex. (τὸ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ φ. Her.)
εὔσημον φ. ναυβάταις Eur. — счастливое предзнаменование для мореходов
; 4) чудовище
ex. (δεινότατον ὕδρας φ. Soph.)