Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαποστελλω
ἐξαποστέλλω
ἐξ-αποστέλλω
(aor. ἐξαπέστειλα, aor. 2 pass. ἐξαπεστάλην)
; 1) высылать, посылать, отправлять
ex. (πρεσβευτὰς πρός τινα Polyb. и τοὺς πρέσβεις Plut.; τὰ πλοῖα ἐξαπεστάλη εἰς Λῆμνον Dem.)
; 2) отпускать, освобождать
ex. (αἰχμάλωτον χωρὴς λύτρων Polyb.)