Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταποικιλλω
καταποικίλλω
κατα-ποικίλλω
; 1) пестро расписывать, разукрашивать
ex. (ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ καταπεποίκιλται Plat.)
ὀροφέ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη Diod. — потолок, украшенный звездами по синему фону
; 2) покрывать пятнами, испещрять
ex. (τὸ σῶμα λεύκας ἀλφούς τε Plat.)