Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταστρατοπεδευω
καταστρατοπεδεύω
κατα-στρᾰτοπεδεύω
; 1) располагать лагерем, расквартировывать
ex. (τοὺς στρατιώτας Xen.)
; 2) размещать
ex. (τὸ ναυτικόν Xen.)
; 3) расквартировываться, размещаться
ex. (εἰς πόλιν, ἐν πόλει и διὰ τῆς πόλεως Polyb.; med. sc. ἐν κώμαις Xen.)