Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διασπαω
διασπάω
δια-σπάω
(fut. тж. διασπάσομαι, aor. тж. διεσπασάμην)
; 1) разрывать на части, растерзывать
ex. (τινα κρεουργηδόν Her.; med. χεροῖν χρόα Eur.; οὐχ ὅλος, ἀλλὰ διεσπασμένος Arst.; ὑπὸ τῶν κυνῶν διασπᾶσθαι Plut.; перен. πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας διασπώμενος Luc.)
; 2) разбивать, разрушать
ex. (σταύρωμα Xen.; γέφυραν Polyb.; χάρακα Plut.)
; 3) сокрушать, подрывать
ex. (νόμους Xen.; πόλιν Plat.; πολιτείας Dem.)
; 4) воен. прорывать, рассеивать
ex. (τὸ στράτευμα διεσπασμένον Thuc.; τὰς φάλαγγας Arst.; τέν τάξιν Plut.)
τὸ διεσπάσθαι τὰς δυνάμεις Xen. — разбросанность (рассредоточенность) войсковых частей
; 5) отрывать, разделять, разлучать
ex. (τινα καί τινα ἀπ΄ ἀλλήλων Xen.; διασπᾶσδαι ἀπὸ τῶν φίλων καὴ συνήθων Arst.)