Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επερωταω
ἐπερωτάω
ἐπ-ερωτάω
ион. ἐπειρωτάω и ἐπειρωτέω
; 1) вопрошать
ex. (τὰ χρηστήρια Her.; τὸν θεόν Thuc., Arst.; θυσίαις καὴ οἰωνοῖς Xen.)
; 2) спрашивать
ex. (τι Her., Plat., τινά τι Her., Aeschin., Plut. и τινα περί τινος Her., Dem.)
; 3) обращаться с запросом, запрашивать
ex. (τὸν δῆμον Plut.)
; 4) приступать с просьбой, просить
ex. (τινα ποιεῖν τι NT.)