Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξομοργνυμι
ἐξομόργνυμι
ἐξ-ομόργνῡμι
(fut. ἐξομόρξω)
; 1) вытирать, стирать
ex. (στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. - in tmesi)
αἷμα ἐξομόρξασθαι πέπλοις τινός Eur. — запачкать чьи-л. одежды своей кровью
; 2) med. омывать, очищаться
ex. (ῥυτοῖς νασμοῖσιν Eur.)
; 3) перен. заражать, передавать
ex. (μωρίαν ἑαυτοῦ τινι Eur.)
; 4) внедрять, запечатлевать
ex. (τί τινι εἰς τέν ψυχήν Plat.)