Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποπληροω
ἀποπληρόω
ἀπο-πληρόω
; 1) вновь наполнять
ex. (τοὺς λύχνους ἀποσβεσθέντας Plut.)
; 2) исполнять
ex. (τὰς βουλήσεις Plat.)
; 3) удовлетворять
ex. (τὰς ἐπιθυμίας, τινα и τινί τι Plat.; ἵνα ἀποπληρωθῇ, sc. ἡ τιμωρία Arst.)