Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταλλασσω
μεταλλάσσω
μετ-αλλάσσω
атт. μεταλλάττω
; 1) (из)менять
ex. (θέσμια Her.; οὐ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον Aeschin.; τι ἔν τινι и τι εἴς τι NT.)
μεταβολέν βίου μ. Plat. — изменять свою жизнь (ср. 5)
; 2) заменять, сменять
ex. (τοὔνομα Plat.)
μ. χώραν ἑτέραν ἐξ ἑτέρας Plat. — переходить с одного места на другое, перемещаться
; 3) перемещать, переводить
ex. (τινὰ εἰς τέν χώραν τινός Plat.)
; 4) меняться
ex. ὅτι οὐ μεταλάσσουσι αἱ ὧραι Her. — ввиду постоянства климата
; 5) (тж. μ. βίον Isocr., Polyb.; ср. 1) умирать Plat. etc.