Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
οικοδομεω
οἰκοδομέω
οἰκο-δομέω
; 1) сооружать, строить, воздвигать
ex. (πυραμίδα, τεῖχος, γέφυραν Her.; οἰκίας Plat.; τὸν νεών Arst.)
; 2) перен. строить, создавать
ex. (φιλικὰ ἔργα Xen.; τέχνην Arph.)
; 3) назидать, наставлять
ex. (πάντα ἔξεστιν, ἀλλ΄ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ NT.)
οἰκοδομεῖσθαι εἰς τὸ ποιεῖν τι NT. — быть поощряемым к чему-л.