Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βαρος
βάρος
-εος (ᾰ) τό
; 1) тяжесть, вес
ex. (στολῆς Xen.; β. καὴ κουφότης Arst.)
; 2) груз, кладь
ex. (τὰ βάρη καὴ τὰ ἐπιτήδεια Polyb.)
; 3) бремя, обуза
ex. (σιγῆς Soph.; συμφορᾶς Eur.)
; 4) ощущение тяжести
ex. (ἐν τοῖς σκέλεσι Plat.; κεφαλῆς πόνος καὴ β. Arst.)
; 5) тяжесть, обременительность
ex. (τῶν φόρων Polyb.)
; 6) множество, обилие
ex. (ὄλβου Eur.; πλούτου Plut.)
; 7) сила, мощь
ex. (στρατοπέδων, συντάξεως Polyb.)
; 8) вес, вескость, достоинство, серьезность
ex. (λόγοι β. καὴ δηγμὸν ἔχοντες Plut.)