Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαγιγνωσκω
διαγιγνώσκω
δια-γιγνώσκω
поздн. διαγῑνώσκω
; 1) распознавать, ясно различать
ex. (ἄνδρα ἕκαστον Hom.; τούτων μηδένα Arph.; τὸν καλόν τε καὴ αἰσχρόν Plat.; τοὺς νεωτέρους κύνας ἐκ τῶν ὀδόντων Arst.; τι σημείῳ τινί Plut.)
τῷδε ἄν τις διαγνοίη Her. — можно определить по следующему признаку;
μέ διαγιγνώσκεσθαι τῇ χροᾷ πρός τι Arst. — не отличаться по цвету от чего-л.
; 2) решать, определять, постановлять
ex. (ποιεῖν τι Her., Thuc., Plut.; περί τινος Thuc., Lys. и ὑπέρ τινος Polyb.)
διεγνωκώς Plat. или διαγνούς Plut. — приняв решение, решив;
διαγνῶναι δίκην Aesch. или τὸ πράγμα Aeschin. — вынести приговор;
ἐπὴ διεγνωσμένην κρίσιν καθίστασθαι Thuc. — подчиняться вынесенному приговору;
καῦσαί τινα διαγνῶναι Luc. — решить предать чьё-л. тело сожжению
; 3) прочитывать
ex. (βίβλους Polyb.)