Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντιρροπος
ἀντίρροπος
ἀντί-ρροπος
adj.=2 2
служащий противовесом, уравновешивающий, возмещающий, равносильный
ex. (τινος Dem., τινι Xen., Plut. и πρός τι Plat.)
ἄγειν λύπης ἀντίρροπον ἄχθος Soph. — выносить тяжесть своего горя;
ῥῆμα μυρίοις ἐνθυμήμασι ἀντίρροπον Plut. — слово, стоящее многих тысяч рассуждений