Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
στομοω
στομόω
; 1) затыкать рот
ex. (πῶλοι φιμοῖσιν ἐστομωμέναι Aesch.)
σ. τινα Her. — затыкать рот кому-л.
; 2) закалять
ex. (τὸν βαπτόμενον σίδηρον, перен. τὸ πνεῦμα τῇ περιψύξει Plut.)
; 3) заострять, перен. делать метким, хлестким
ex. (τὸν λόγον Plut.)
; 4) школить, муштровать
ex. (τινα Arph.)
; 5) ощетинивать, вооружать, перен. укреплять
ex. (τὰς πλευρὰς ἀκοντισταῖς Plut.)
ἐχίδναις ἐστομωμένος Eur. — ощетинившийся змеями