Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισφρεω
εἰσφρέω
εἰσ-φρέω
; 1) впускать, допускать (sc. τινα Arph.; τὸ στράτευμα Dem.); med. допускать к себе
ex. (τι Eur. и τινα Dem.)
; 2) поглощать, поедать
ex. (εἰσφρῆσαι πλῆθος τῶν κογχῶν Arst.)
; 3) входить, вторгаться
ex. (οἱ ἱππεῖς εἰσέφρησαν εἰς τέν πόλιν Polyb.)