Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αυστηρος
αὐστηρός
adj.=3 3
; 1) терпкий, вяжущий, кислый
ex. (ὕδωρ Plat.; οἶνος Arst.)
; 2) острый, раздражающий
ex. (ὀσμή Arst.)
; 3) суровый, резкий
ex. (ποιητής Plat.; πραγματεία Polyb.; λόγος Plut.)