Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διατινασσω
διατινάσσω
δια-τῐνάσσω
; 1) расшатывать, разносить в щепы
ex. (σχεδίην Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.)
; 2) качать, мотать
ex. (κάρα ἄνω κάτω Eur.)