Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αυτουργεω
αὐτουργέω
αὐτ-ουργέω
; 1) самому трудиться
ex. (αὐ. διδάσκειν τὰς θυγατέρας Luc.)
; 2) самому делать
ex. (τὰ ἐπὴ τῆς γῆς Arst.)
ἐς τέλος αὐ. τι Luc. — лично выполнять что-л.;
αὐ. ἑαυτῷ τὰ πρὸς τέν δίαιταν Plut. — самому приготовить себе поесть