Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικοπτω
ἐπικόπτω
ἐπι-κόπτω
; 1) (ударом сверху) поражать, убивать
ex. (βοῦν Hom.)
; 2) выбивать, чеканить
ex. (χαρακτῆρα Arst.)
; 3) укрощать, смирять
ex. (τοὺς πεφρονηματισμένους Arst.)
; 4) бранить, порицать
ex. (φιληδονίαν ἀκόλαστον Plut.; τὰ περί τινος εἰρημένα Diog.L.)
; 5) med. ударяя себя в грудь оплакивать
ex. (νεκρόν Eur.)