Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρηορος
παρἡορος
I
παρ-ἡορος, дор. παράορος, стяж. πάρᾱρος adj=2 2 (ρᾱ)
; 1) пристяжной (sc. ἵππος Hom.);
; 2) раскинувшийся, растянутый (δέμας Aesch.);
; 3) помешанный, безумный (οὔτι π. οὐδ᾽ ἀεσίφρων Hom.).
II
παρήορος ὁ(sc. ἵππος) пристяжная лошадь Hom.