Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δυναστευω
δυναστεύω
δῠναστεύω
; 1) властвовать, господствовать
ex. (ἐν ταῖσι πόλεσι Her. и ἐν πόλει Plat.; ἐν ταῖς πατρίσι Plut.)
; 2) быть могущественным
ex. (δυναστεύουσαι πόλεις Polyb.)
; 3) мат. возводить в третью степень
ex. αὔξησις δυναστευομένη Plat. — возведение в куб