Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περαιοω
περαιόω
περαιόω
; 1) переправлять, перевозить (στρατιάν Thuc.; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Polyb.):
π. τινα τὸ ῥεῖθρον Polyb. переправлять кого-л. через реку;
; 2) преимущ. med. переправляться, переплывать (τὸν Ἑλλήσποντον Thuc.; med.: πέλαγος Thuc.; ποταμόν Polyb.).