Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κερδαλεος
κερδαλέος
κερδᾰλέος
adj.=3 3
; 1) полезный
ex. (βουλή Hom.; ἐργασίαι Isocr.)
; 2) прибыльный, доходный
ex. (αἱ ἐμπορίαι Arph.)
; 3) выгодный
ex. (κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν ἤπερ πολεμέειν Her.)
; 4) хитрый, лукавый
ex. (μῦθος, νοήματα, κ. καὴ ἐπίκλοπος Hom.; ἡ ἀλώπηξ Plat.)