Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταδαπαναω
καταδαπανάω
κατα-δᾰπᾰνάω
; 1) полностью тратить, до конца расходовать
ex. (τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό σφι Her.)
; 2) расточать
ex. (τέν οὐσίαν Arst.)
; 3) уничтожать
ex. (τὰ περιέχοντα τέν γῆν Arst.)
; 4) производить замену, заменять
ex. (τὸ στρωμάτων βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια κ. Xen.)