Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
στεροπη
στεροπή
дор. στεροπά (ᾱ) ἡ
; 1) молния
ex. (βροντέ σ. τε Aesch.)
στεροπᾶν (= στεροπῶν) κεραυνῶν τε πρύτανις Pind. — властитель молний и громов, т.е. Зевс
; 2) сверкание, сияние, блеск
ex. (χαλκοῦ Hom.; λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, sc. ἥλιος Soph.)