Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκχωρεω
ἐκχωρέω
ἐκ-χωρέω
; 1) уходить, уезжать
ex. (ἐκ τόπου τινός Her.)
ἐκ τοῦ ζῆν ἐκχωρῆσαι Polyb. — умереть
; 2) отступать, уходить
ex. (χειμῶνες ἐκχωροῦσι θέρει Soph.; οἱ τῆς θαλάττης ἐκκεχωρηκότες Ῥωμαῖοι Polyb.; ἐ. καὴ ὑποφεύγειν Plut.)
; 3) переселяться, эмигрировать Her., Arst.
; 4) быть вывихнутым
ex. (ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.)
; 5) уступать
ex. (τινί τινος Polyb. и τινί τι Diog.L.)
; 6) отказываться от своих претензий Dem.