Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανθρακια
ἀνθρακιά
ἀνθρᾰκιά
ион. ἀνθρᾰκιή ἡ
; 1) раскаленный уголь, жар Hom., Eur., Arph., Plut.
ex. τιθέναι τινὰ ἐπὴ ἀνθρακιῇ и τίθεσθαί τινα ἀνθρακιήν Anth. — жечь кого-л. на медленном огне, перен. заставлять сгорать от любви
; 2) сажа Anth.