Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ελασσωσις
{*}ἐλάσσωσις
атт. ἐλάττωσις -εως ἡ
; 1) уменьшение, убавление, сокращение Plat., Arst., Plut.
; 2) ущерб, потеря, урон Polyb.
; 3) поражение
ex. (αἱ περὴ Σικελίαν ἐλαττώσεις Polyb.)
; 4) недостаток, недочет
ex. (τῆς φύσεως Plut.)