Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δραγμα
δράγμα
-ατος τό <δράσσομαι>
; 1) горсть, пригоршня
ex. (ψαιστῶν Anth.)
τὰ δράγματα ταρφέα πίπτει Hom. — (колосья под ударами серпов) падают горсть за горстью
; 2) охапка, сноп
ex. (δράγματα τεθερισμένα Xen., Plut.)
; 3) pl. колосья, урожай
ex. (ὕσαντος τοῦ θεοῦ εὐθαλῆ ἔσται τὰ δράγματα Luc.)
πρώτης δράγματα φυταλιῆς Anth. — первый сбор урожая, первинки