Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω

πηγη

πηγή

πηγή, дор. πᾱγά (γᾱ)
; 1) струя, поток (πηγαὶ ποταμῶν Hom.; πηγαὶ κλαυμάτων Aesch.; παγαὶ δακρύων Soph.):
πηγαὶ βοτρύων Eur. потоки вина;
; 2) источник, родник (π. καὶ ἀρχὴ κινήσεως Plat.; τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς NT):
πηγαὶ ἡλίου Aesch. = ἕως;
π. ἀκούουσα Soph. = ἀκοή.