Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευπαραμυθητος
εὐπαραμύθητος
εὐ-παραμύθητος
adj.=2 2
(ῡ)
; 1) легко склоняемый, которого нетрудно умолить
ex. (θεὸς εὐχαῖς εὐ. Plat.)
; 2) в котором легко утешиться
ex. (θάνατος Plut.)
εὐπαραμύθητον οὕτω τὸ δεινόν Luc. — это лучше всего может утолить скорбь