Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταφθιω
καταφθίω
κατα-φθίω
(pass.: 3 л. sing. aor. κατέφθιτο, part. καταφθίμενος, inf. καταφθίσθαι) губить ex. (τινά Hom., Soph.); уничтожать ex. (παλαιὰς διανομάς Aesch.); pass. погибать, гибнуть, исчезать
ex. ὡς ἀγαθὸν καὴ παῖδα καταφθιμένοιο λιπέσθαι ἀνδρός Hom. — как хорошо, когда у погибшего мужа остается сын;
ἤϊα πάντα κατέφθιτο Hom. — все дорожные припасы были истрачены;
οἱ καταφθίμενοι HH. — мертвецы;
ἐπεὴ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφθιτο Aesch. — когда же погас свет солнца