Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κενωσις
κένωσις
-εως ἡ тж. pl.
; 1) опоражнивание
ex. (τοῦ σώματος Plat., Plut.; πληρώσεις καὴ κενώσεις Plat.)
; 2) пустота
ex. (πεῖνα καὴ δίψα κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὴ τὸ σῶμα ἕξεως Plat.; κένωσιν πολλέν ποιεῖν Arst.)