Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκολλαω
συγκολλάω
συγ-κολλάω
; 1) склеивать
ex. (τι εἰς ταὐτό Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.)
; 2) собирать, компилировать
ex. (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.)