Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαρκεω
διαρκέω
δι-αρκέω
; 1) быть (вполне) достаточным, хватать
ex. (εἰς τέν ὀδόν Xen.; ἐπὴ πολὺν χρόνον Arst. и ἔς τινα χρόνον Luc.)
ἡ τῆς χώρας φύσις τοῖς γεωργοῖς γλίσχρως διαρκοῦσα Plut. — земля, которой еле хватало на пропитание земледельцев;
οὐ διήρκεσε δεῦρο ὁ λόγος Plat. — этот рассказ до нас не дошел
; 2) выдерживать, выносить
ex. πόσην ἂν ὁδὸν ἵππος κατανύτοι ὥστε διαρκεῖν Xen. — переход, какой может выдержать лошадь;
πολιορκούμενοι διήρκεσαν Xen. — они выдержали осаду;
οὐ διήρκεσε τῷ βίῳ πρὸς τὸ τοῦ πολέμου τέλος Plut. — он не дожил до конца войны;
διαρκέσαι πρὸς τοῦ πένθους τὸ μέγεθος Luc. — перенести огромное горе;
διαρκέσαι πρὸς τὸ ἆθλον Luc. — устоять в борьбе;
βουλαὴ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσαν Aesch. — неразумие Лаия принесло свои плоды
; 3) переносить зиму, зимовать
ex. (τὰ ἐν ταῖς φωλεαῖς διαρκοῦντα, sc. ζῷα Arst.)