Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κατακαινω
κατακαίνω
κατα-καίνω
(
только
aor. 2
κατέκᾰνον,
inf.
κατακανεῖν -
дор.
κακκανῆν,
part.
pf.
pl.
κατακεκονότες -
v. l.
κατακανόντες)
Xen.
,
Soph.
=
κατακτείνω
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,