Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναπνοη
ἀναπνοή
ἀνα-πνοή
поэт. ἀμπνοή, дор. ἀμπνοά ἡ
; 1) вдыхание, вдох
ex. (ἀ. καὴ ἐκπνοή Plat., Arst.)
; 2) дыхание
ex. ἀναπνοὰς ἔχειν Soph. — дышать, жить;
ὑπὸ τέν ἀναπνοήν Polyb. — единым духом;
ἕως τῆς ἐσχάτης или μέχρι τῆς ὑστάτης ἀναπνοῆς Polyb., Sext. — до последнего вздоха;
τέν ἀναπνοέν ἀπολαβεῖν τινος Plut. — удушить кого-л.;
ἡ προσπεσοῦσα ταῖς ἀναπνοαῖς δύναμις Diod. — задержка дыхания
; 3) испарение
ex. (τοῦ σώματος Plat.)
; 4) передышка, отдых
ex. ἀ. τινος Pind., Eur. — отдых от чего-л.;
ἀναπνοέν λαβεῖν Plat. или στῆσαι Pind. — прийти в себя, оправиться
; 5) отдушина, отверстие
ex. (ἀναπνοαὴ καὴ φρέατα Plut.)