Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαφιημι
ἐπαφίημι
ἐπ-αφίημι
; 1) пускать, бросать, метать
ex. (τὰ παλτά Xen.; τὸ δόρυ κατά τινος и κεραμίδα τινί Plut.)
; 2) выпускать, устремлять
ex. (τοὺς ἵππους τοῖς ἱππεῦσι Polyb.; τὰ ἅρματα Luc.)
; 3) испускать, выделять
ex. (ὑγρότητα μυξώδη Arst.)
; 4) испускать, издавать
ex. (φωνήν Arst.)