Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καλαμος
κάλαμος
κάλᾰμος
(κᾰ) ὁ
; 1) тж. собир. камыш, тростник
ex. (καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her.; οἱ κάλαμοι οἱ πεφυκότες ἐν ταῖς λίμναις Arst.; κ. ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος NT.; στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ Arph.)
; 2) тростниковая тычина
ex. (κάλαμοι, ἐν οἷς ἱστᾶσι τὰς ἀμπέλους Arst.)
; 3) тростниковая свирель, цевница
ex. (Πανός Eur.)
; 4) (тж. κ. ἁλιευτικός Arst.) удилище или удочка Theocr., Luc.
; 5) тростниковая палочка для письма, перо
ex. (διὰ μέλανος καὴ καλάμου γράφειν NT.)
; 6) тростниковая цыновка
ex. (ἄρτους ἐπὴ κάλαμον παραβάλλειν Plat.)
; 7) стебель, солома
ex. (τοῦ σίτου Xen.)
; 8) (на ткани) полоска
ex. (κάλαμοι χρύσεοι Anth.)
; 9) калам (= ἄκαινα и δεκάπους), мера длины = 6 и 2/ adj.=3 3
πήχεις, т.е. ок. 3.1 метра (μετρῆσαι τέν πόλιν τῷ καλάμῳ NT.)