Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
οποιοστισουν
ὁποιοστισοῦν
ὁποιοσ-τισ-οῦν, ὁποιητισοῦν, ὁποιοντιοῦν pron. relat. какой бы то ни было, тот или иной, любой (συνεργόν τινα ποιεῖσθαι ὁποιουτινοσοῦν πράγματος Xen.):
ὁποιαντινοῦν εἰρήνην ποιήσασθαι Lys. заключить мир на любых условиях.