Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θρασυτης
θρασύτης
θρᾰσύτης
-ητος (ῠ) ἡ
; 1) безмерная смелость
ex. (θ. ὑπερβολέ θράσους, sc. ἐστίν Plat.; θ. τὸ σφόδρα θαρρεῖν ἐστιν Arst.)
; 2) преимущ. дерзость, наглость
ex. (θ. καὴ τόλμη Lys. и θρασύτητες καὴ τόλμαι Isocr.; ἄνεσις καὴ θ. Plut.)