Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμβριμαομαι
ἐμβριμάομαι
ἐμ-βρῑμάομαι
; 1) (в чём-л.) храпеть, фыркать
ex. (ἵπποι ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμώμεναι Aesch.)
; 2) рычать, реветь
ex. (ἐνεβριμήσατο ἡ Βριμώ Luc.)
; 3) обращаться со строгостью
ex. ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς λέγων NT. — он строго сказал им
; 4) волноваться, скорбеть
ex. (ἐν ἑαυτῷ NT.)