Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναπιτνημι
ἀναπίτνημι...
ἀναπετάννυμι, ἀναπίτνημι
Pind., редко ἀναπεταννύω Xen. и ἀναπετάω Luc.
; 1) распускать, развертывать
ex. (ἱστία Hom.; βόστρυχον ὤμοις Eur.)
; 2) раскрывать, растворять
ex. (πύλας Her., Xen.; θύρας Plat.; κλεισιάδας Plut.; перен. τὰ ὦτα τοῖς λόγοις καὴ ὑπονοίαις Plut.)
; 3) вызывать, зажигать
ex. (λαμπτῆρος φάος Eur.; перен. χάριν ἐν ὄσσοις Sappho). - см. тж. ἀναπεπταμένος