Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περισκελης
περισκελής
περι-σκελής adj=2 2
; 1) жесткий, твердый (σίδηρος Soph.);
; 2) упорный, упрямый, своенравный (φρένες Soph.; χαρακτήρ Anth.);
; 3) сухой (σιτία Plut.);
; 4) перен. сухой, трудный (sc. μάθημα Sext.).